- ὑπερκαίω
- ὑπέρ-καίωkindleaor subj pass 1st sg (doric)ὑπέρ-καίωkindlepres subj act 1st sgὑπέρ-καίωkindlepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερκαίω — Α 1. (για τον ήλιο) καίω πολύ, εκπέμπω πολύ μεγάλη θερμότητα 2. (για τόπο) έχω πολύ θερμό κλίμα 3. μτφ. φλέγομαι από έντονο πάθος ή από ζωηρό συναίσθημα … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
υπέρκαυμα — αύματος, τὸ, Μ [ὑπερκαίω] υπερβολικό καύμα, υπέρμετρος καύσωνας … Dictionary of Greek
υπέρκαυσις — αύσεως, ἡ, Α [ὑπερκαίω] ιατρ. υπερβολική, υπέρμετρη δραστικότητα («ὑπέρκαυσις τοῡ ἰοῡ», Φιλούμ.) … Dictionary of Greek